- ακατάληπτος
- -η, -οακατανόητος: Στο παραλήρημά του έλεγε λόγια ακατάληπτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκατάληπτος — that cannot be reached masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek
ἀκαταλήπτως — ἀκατάληπτος that cannot be reached adverbial ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληπτον — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc sg ἀκατάληπτος that cannot be reached neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτοις — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτου — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτους — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτων — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτῳ — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληπτα — ἀκατάληπτος that cannot be reached neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)